- αγηροκόμητος
- και αγεροκόμητος, -η, -ο (Μ ἀγηροκόμητος, -ον) [γηροκομῶ]αυτός που δεν τόν περιποιούνται ή δεν τόν περιποιήθηκαν με στοργή στα γηρατειά του.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγεροκόμητος — η, ο [γεροκομώ] βλ. αγηροκόμητος … Dictionary of Greek